- ταλαιπωροῦσαν
- ταλαιπωρέωdo hard workpres part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλακτσήδες ή αϊλακτσήδες — Οι Έλληνες ναύτες που ναυτολογούνταν στον τουρκικό στόλο. Υπηρετούσαν από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο, δηλαδή την περίοδο της ναυσιπλοΐας. Το υπόλοιπο διάστημα έμεναν άνεργοι και ταλαιπωρούσαν τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης. Κατόρθωσε να… … Dictionary of Greek
Σερβία — I (Srbija). Ομόσπονδη Δημοκρατία της πρώην Γιουγκοσλαβίας, της οποίας καταλαμβάνει κατά μεγάλο μέρος το ανατολικό τμήμα. Έχει έκταση 88.364 τ. χλμ. και πληθυσμό 9.830.000 περίπου κατ. Πρωτεύουσα είναι το Βελιγράδι, που είναι επίσης και πρωτεύουσα … Dictionary of Greek